- ἐπιεικέα
- ἐπιεικήςfittingneut nom/voc/acc pl (epic ionic)ἐπιεικήςfittingmasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιεικέ' — ἐπιεικέα , ἐπιεικής fitting neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπιεικέα , ἐπιεικής fitting masc/fem acc sg (epic ionic) ἐπιεικέϊ , ἐπιεικής fitting dat sg (epic) ἐπιεικέε , ἐπιεικής fitting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα … Dictionary of Greek